ὑστερήματος

ὑστερήματος
ὑστέρημα
shortcoming
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • υστέρημα — το / ὑστέρημα, ήματος, ΝΜΑ [ὑστερῶ] 1. έλλειψη, έλλειμμα 2. φρ. «από το ὑστέρημά μου» και «ἐκ τοῡ ὑστερήματος» από εκείνο που μόλις μού φτάνει, που μόλις επαρκεί για την συντήρησἠ μου αρχ. ένδεια, ανάγκη («φοβήθητε τὸν κύριον πάντες οἱ ἄγιοι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”